παρκέτα

παρκέτα
η
ναυτ.
1. ειδικό όργανο για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού πλοίου, δρομόμετρο
2. φρ. α) «ξύλο τής παρκέτας» — το δελτωτό
β) «σάγουλα τής παρκέτας» — το λεπτό σχοινί τού δρομόμετρου, τής παρκέτας
γ) «σβίγα [ή ανέμη] τής παρκέτας» — το εξέλικτρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δρομόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του πλοίου, παρκέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχύμετρο — το 1. γωνιομετρικό όργανο των τοπογράφων. 2. όργανο που μετράει την ταχύτητα αντικειμένων που κινούνται. 3. αυτογραφικό δρομόμετρο πλοίου, παρκέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”