- παρκέτα
- ηναυτ.1. ειδικό όργανο για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού πλοίου, δρομόμετρο2. φρ. α) «ξύλο τής παρκέτας» — το δελτωτόβ) «σάγουλα τής παρκέτας» — το λεπτό σχοινί τού δρομόμετρου, τής παρκέταςγ) «σβίγα [ή ανέμη] τής παρκέτας» — το εξέλικτρο.
Dictionary of Greek. 2013.